- ἐσχατοκόλλιον
- ἐσχᾰτοκόλλιον, τό,A end of a papyrus roll, Mart.2.6.3 ; cf. πρωτὁκολλον.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εσχατοκόλλιον — ἐσχατοκόλλιον και ἐσχατόκολλον, τὸ (Α) το τελευταίο φύλλο που κολλιέται στον κύλινδρο παπύρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < έσχατος + θ. κόλλ τού ρ. κολλώ + κατάλ. ιον] … Dictionary of Greek
έσχατος — η, ο (ΑΜ ἔσχατος, η, ον Α και ἔσχατος, ον) 1. (για τόπους) ο πιο απομακρυσμένος, ο απώτατος, αυτός που βρίσκεται στο ακρότατο σημείο, ο τελευταίος («ἔσχατος θάλαμος», Ομ. Οδ.) 2. (για πρόσ.) χειρότερος, κατώτερος («ο έσχατος τών μαθητών») 3.… … Dictionary of Greek